τζελατίνα

τζελατίνα
η, Ν
η ζελατίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gelatina < λατ. gelatus «παγωμένος» (πρβλ. ζελατίνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζελατίνα — η ζελατίνα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζελατίνα — ζελατίνα, η και τζελατίνα, η (λ. ιταλ.), ζωική κόλλα που παρασκευάζεται από τους χόνδρους και τα κόκαλα των ζώων: Η επιφάνεια των φιλμς καλύπτεται με ένα λεπτό στρώμα ζελατίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”